- πεφεισμένως
- πεφεισμένως, Adv., ([etym.] φείδομαι)A sparingly, cautiously, D.S.31.31, Vett.Val.187.6, Hippiatr.96, Ael.NA7.45, etc.: c. gen., π. ἔχουσα τοῦ στόματος ib.6.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεφεισμένως — sparingly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφεισμένως — ΜΑ επίρρ. με φειδώ, με προφύλαξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφεισμένος τού φείδομαι] … Dictionary of Greek
υπαφίσταμαι — Α αποχωρώ, αποσύρομαι βαθμιαία («πεφεισμένως ἀλλήλοις ὑπαφίστανται τῆς ὁδοῡ», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀφίσταμαι «απομακρύνομαι, αποχωρώ»] … Dictionary of Greek
φειδάλφιτος — ίτου, ὁ, Α 1. αυτός που εξοικονομεί τα απαραίτητα για την ζωή 2. (γενικά) οικονόμος, φειδωλός. επίρρ... φειδαλφίτως Α 1. φειδωλά 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐκ τοῡ ἄλφιτον ὅ ἐστι πεφεισμένως τῶν ἀλφίτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φείδομαι + ἄλφιτον… … Dictionary of Greek